Η PET Τομογραφία, η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (Positron emission tomography) είναι μία τεχνική ακτινολογικής διάγνωσης, η οποία πραγματοποιείται στο τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής. Καταγράφει τις μεταβολικές αλλαγές στο σώμα και συνεισφέρει στη διάγνωση ασθενειών.
Η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων, βρίσκει πολλές εφαρμογές στην καρδιολογία, στην νευρολογία, αλλά κυρίως στην Ογκολογία. Το πιο συχνό ραδιοφάρμακο, είναι η επισημασμένη με ραδιενεργό φάρμακο 18F-φθόριο-2-δεοξυγλυκόζη (Fluorodeoxyglucose). Χορηγείται ενδοφλεβίως και μεταβολίζεται από τον οργανισμό όπως η γλυκόζη: συνήθως χρησιμοποιείται στους ογκολογικούς ασθενείς. Το γεγονός ότι τα νεοπλασματικά κύτταρα μεταβολίζουν το ραδιοφάρμακο σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι οι άλλοι ιστοί, βοηθά να εντοπισθούν κακοήθεις όγκοι, τόσο στην αρχική διάγνωση των ασθενών όσο και στην εκτίμηση του αποτελέσματος των θεραπειών.
Η PET-CT είναι ένα υβριδικό σύστημα που ενώνει, δηλαδή συνδυάζει τις πληροφορίες της αξονικής τομογραφίας, που είναι η ανατομική απεικόνιση υψηλής ευκρίνειας του σώματος, με τις λειτουργικές πληροφορίες των ιστών και των οργάνων, που μας δίνει η ποζιτρονιακή τομογραφία. Επομένως, σε μία εξέταση, έχουμε μορφολογική λειτουργική χαρτογράφηση του σώματος σε σχέση με την πρόσληψη των ιστών του συγκεκριμένου ραδιοφαρμάκου. Η τελική απεικόνιση είναι μια τρισδιάστατη απεικόνιση του σώματος και οι πληροφορίες είναι πολύτιμες.
Που βασίζεται η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET–CT);
Εισάγεται ενδοφλεβίως, ένας ραδιενεργός ανιχνευτής, ένα βιολογικά ενεργό μόριο, το πιο σύνηθες είναι 18 F- FDG, το οποίο παρασκευάζεται σ’ έναν επιταχυντή σωματιδίων μέσα στον κυκλικού τύπου πυρηνικό αντιδραστήρα. Χρησιμοποιούνται ηλεκτρομαγνητικά πεδία, για να επιταχυνθούν σωματίδια, όπως τα πρωτόνια, μέχρι να φτάσουν στο μέγιστο της ταχύτητάς τους. Αυτά μεταφέρονται σ’ ένα περιβάλλον, το οποίο περιέχει νερό εμπλουτισμένο με 18Ο σ’ αυτή τη μορφή, εκπέμπονται ένα νεουτρόνιο το οποίο μετατρέπει το 18Ο σε 18F, ένα ενεργό ραδιοϊσότοπο το οποίο μπορεί να ανιχνευτεί στην τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων : απαιτούνται περίπου δύο ώρες μέχρι το ραδιοϊσότοπο να απενεργοποιηθεί. Επομένως, μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα πρέπει να γίνει η ανίχνευσή του στο σώμα, μέσω της τομογραφίας. Όταν επισημάνουμε αυτό το ραδιοϊσότοπο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλυκόζη, για κύτταρα τα οποία καταναλώνουν περισσότερη γλυκόζη, όπως τα καρκινικά ή τα φλεγμονώδη. Ένα μέρος λοιπόν από το FDG, θα μεταβολισθεί από τα καρκινικά κύτταρα. Tο υπόλοιπο θα αποβληθεί από τον οργανισμό. Τα καρκινικά κύτταρα, εκπέμπουν ένα ποζιτρόνιο, δηλαδή ένα θετικά φορτισμένο ηλεκτρόνιο. Όταν αυτό συναντήσει ένα ηλεκτρόνιο από ένα άλλο κύτταρο, παράγεται ένα ζεύγος ακτίνων γ, που εκπέμπουν έμμεσα και μετατρέπονται σε δύο ηλεκτρομαγνητικά κύματα σαν της ακτινογραφίας. Αυτά τα ζεύγη των φωτονίων, ανιχνεύονται από τους ανιχνευτές της ποζιτρονιακής τομογραφίας και δημιουργείται μία τρισδιάστατη χαρτογράφηση εκπομπής αυτών των ποζιτρονίων: ανάλογα τι προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε, χρησιμοποιούμε και διαφορετικούς ραδιενεργούς ανιχνευτές. Το πιο σύνηθες είναι το 18 F. Για διάφορες ασθένειες, υπάρχουν και άλλοι ραδιενεργοί ανιχνευτές, όπως η F18 χολίνη ή 18 F-PSMA (ειδικό προστατικό αντιγόνο μεμβράνης).
Τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται επιλεκτικά, ανάλογα με τους υποδοχείς που θέλουμε να ανιχνεύσουμε σε νευροενδοκρινείς όγκους, φαιοχρωμοκύττωμα, ή νευροβλάστωμα, μυελοειδή καρκίνο του θυρεοειδή, αδενώματα υπόφυσης και μπορούν να παραχθούν σε εργαστήρια της πυρηνικής ιατρικής χωρίς να χρειαστούν κυκλοτρώνιο. Αυτή η γνώση εκτείνεται και σε νέους ραδιενεργούς ανιχνευτές, για να έχουμε απαντήσεις σε περισσότερα νοσήματα με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Είναι ασφαλής μέθοδος για τον ασθενή;
Είναι απολύτως ασφαλής, γιατί η ακτινοβολία που δέχεται ο οργανισμός, είναι χαμηλή, ιδιαίτερα αν συσχετίσουμε την ποσότητα της ακτινοβολίας με το προσδοκώμενο όφελος μιάς έγκαιρης διάγνωσης και μιας στοχευμένης θεραπείας. Το όφελος υπερτερεί της έκθεσης στην ακτινοβολία της συγκεκριμένης εξέτασης. Θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με την ακτινοβολία που δέχεται ένας ασθενής από την ποζιτρονιακή τομογραφία και είναι ανάλογη με την ακτινοβολία του περιβάλλοντος, την οποία δεχόμαστε σε διάστημα δύο έως τριών ετών ή σε είκοσι έως τριάντα πτήσεις σε υπερατλαντικά ταξίδια.
Σε τι χρησιμεύει η PET–CT στην ακτινοθεραπεία;
Πέρα από τη διάγνωση και τη σαφή θέση της καρκινικής βλάβης στην προβολή της στην αξονική τομογραφία, δίνει πολύ σημαντικές πληροφορίες για τον σχεδιασμό της ακτινοθεραπείας, γιατί επιτρέπει να σχεδιάσουμε τα σημεία υψηλού μεταβολισμού, για να τα εκθέσουμε και να τα θεραπεύσουμε με υψηλότερες δόσεις ακτινοβολίας σε σχέση με την γύρω περιοχή. Αυξάνοντας τη δόση, αυξάνουμε την αποτελεσματικότητα της ακτινοθεραπείας, με χαμηλές τις παρενέργειες. Επιπρόσθετα, κατά στη διάγνωση της ποζιτρονιακής τομογραφίας, για τον εντοπισμό του στόχου όγκου μπορεί να γίνει λήψη υλικού, δηλαδή βιοψία, από τα σημεία υψηλής περιεκτικότητας σε κύτταρα σύμφωνα με το αποτέλεσμα της ποζιτρονιακής τομογραφίας.