Αν και η εμφάνιση καρκίνου εξαιτίας ενός ιού δεν συμβαίνει συχνά, διάφοροι ιοί έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση συγκεκριμένων τύπων καρκίνου στους ανθρώπους. Η ολοένα αυξανόμενη γνώση μας για τον ρόλο των ιών στην αιτιολογία των καρκίνων έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη εμβολίων για την πρόληψη τους. Βέβαια, τα εμβόλια προστατεύουν και βοηθούν ενάντια στη μόλυνση και στις επιπτώσεις από τους ιούς, όταν γίνουν πριν το άτομο εκτεθεί στον συγκεκριμένο ιό.
Ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV)
Υπάρχουν πάνω από 150 τύποι HPV: η μετάδοση γίνεται μέσω της επαφής δέρμα με δέρμα. Πάνω από 40 τύποι μπορεί να μεταδοθούν μέσω της σεξουαλικής επαφής και έτσι υπολογίζεται πως κάθε σεξουαλικά ενεργός άνθρωπος θα μολυνθεί με ένα ή δύο τύπους του ιού κάποια στιγμή στη ζωή του. Απ’ όλους τους τύπους, περίπου 15 θεωρούνται δυνητικά καρκινογόνοι, δηλαδή μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Oι τύποι 16, 18, 45 και 31 του HPV ευθύνονται για περισσότερο από 80% των περιστατικών καρκίνου του τραχήλου της μήτρας σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι συγκεκριμένοι τύποι περιλαμβάνονται στο εμβόλιο που κυκλοφορεί και γίνεται δωρεάν στην Ελλάδα στα κορίτσια ηλικίας 11-18 χρονών. Παρόλο που η μόλυνση με HPV είναι πολύ συχνή, η εμφάνιση καρκίνου δεν είναι αναλογικά το ίδιο συχνή. Σε αυτό το αποτέλεσμα συνέβαλαν ο εμβολιασμός και η προληπτική εξέταση (ετήσιο τεστ Παπανικολάου) για τον έγκαιρο εντοπισμό προκαρκινικών αλλοιώσεων της νόσου. Παρόλα αυτά, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι ο 4ος πιο συχνός καρκίνος παγκοσμίως.
Οι ιοί HPV έχουν συσχετιστεί και με την εμφάνιση κακοηθειών και στα δύο φύλα στα εξωτερικά γεννητικά όργανα, στον πρωκτό και στο στοματοφάρυγγα. Ειδικά ως προς τους στοματοφαρυγγικούς καρκίνους, ο συνδυασμός λοίμωξης HPV και καπνίσματος αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισής τους.
Ιός Epstein-Barr (EBV)
Ο EBV είναι ένας ερπητοϊός, ο οποίος προκαλεί την λοιμώδη μονοπυρήνωση ή αλλιώς τη νόσο του φιλιού. Μεταδίδεται μέσω της άμεσης επαφής με το σάλιο μολυσμένου ασθενή, με το βήχα, το φτέρνισμα ή με την κοινή χρήση ποτηριών ή μαχαιροπίρουνων. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού (μεχρι και 90%) έχουν μολυνθεί από τον ιό, ενώ δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποιο διαθέσιμο εμβόλιο. Όπως συμβαίνει και με τους υπόλοιπους ερπητοϊούς, ο ιός παραμένει στο σώμα για χρόνια μετά τη μόλυνση χωρίς να προκαλεί συμπτώματα στα άτομα.
Η μόλυνση με τον EBV φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου στον ρινοφάρυγγα και συγκεκριμένων τύπων λεμφώματος, όπως το λέμφωμα Burkitt, ενώ έχει βρεθεί βιβλιογραφική συσχέτιση με το λέμφωμα Hodgkin και κάποιες περιπτώσεις καρκίνου στομάχου. Αυτές οι σχετιζόμενες με τον EBV κακοήθειες εμφανίζονται συχνότερα στην Αφρική και στη νοτιοανατολική Ασία, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο θεωρούνται σπάνιες.
Ιός της Ηπατίτιδας Β (HBV)- Ιός της Ηπατίτιδας C (HCV)
Οι συγκεκριμένοι ιοί μεταδίδονται από άτομα σε άτομο μέσω του αίματος (π.χ. με κοινή χρήση βελόνων σε χρήστες ναρκωτικών ουσιών) ή μέσω της σεξουαλικής επαφής. Η μόλυνση με τον ιό της ηπατίτιδας Β είναι πιο πιθανό να εμφανίσει συμπτώματα (αδυναμία, ναυτία, ίκτερο κ.α.). Ωστόσο οι περισσότεροι ενήλικες θεραπεύονται πλήρως μέσα σε λίγους μήνες: σε λίγες περιπτώσεις επέρχεται χρόνια λοίμωξη. Το εμβόλιο της ηπατίτιδας Β είναι αποτελεσματικό, διότι επιτρέπει στο σύστημα άμυνας του οργανισμού να αντιδράσει αποτελεσματικά εναντίον του ιού προσφέροντας έτσι προστασία από τη μόλυνση.
Ο ιός της ηπατίτιδας C είναι λιγότερο πιθανό να εμφανίσει συμπτώματα (σε σχέση με τον ιό της ηπατίτιδας B) αλλά έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να οδηγήσει σε χρονιότητα της λοίμωξης και κατά συνέπεια να μεταδίδει τη νόσο ενώ δεν υπάρχει κάποιο διαθέσιμο εμβόλιο. Για το λόγο αυτό, συστήνεται προσυμπτωματικός έλεγχος σε όλα τα άτομα που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1945 και 1980.
Και οι δύο ιοί μπορεί να προκαλέσουν χρόνια ηπατίτιδα, η οποία με τη σειρά της αυξάνει τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου ήπατος. Στην Αμερική έχει υπολογιστεί πως λιγότεροι από τους μισούς καρκίνους του ήπατος συσχετίζονται με λοίμωξη με HBV ή HCV ενώ σε άλλες χώρες είναι πολύ πιο συχνό. Η μόλυνση με HCV έχει συσχετιστεί και με άλλους τύπους καρκίνου, όπως το λέμφωμα non-Hodgkin. Με την κατάλληλη θεραπεία για τον περιορισμό της μόλυνσης και των τακτικών επανελέγχων, μπορεί να μειωθεί η συνεχής βλάβη στο ήπαρ και κατ’ επέκταση η πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου.
Ιός ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV)
O ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας, γνωστός συντομογραφικά ως HIV, προκαλεί τη νόσο AIDS. Μεταδίδεται επίσης με τα παράγωγα αίματος και την σεξουαλική επαφή ενώ μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κάποιο διαθέσιμο εμβόλιο. Ο συγκεκριμένος ιός επιτίθεται στο ανοσοποιητικό σύστημα, καθιστώντας το αδύναμο ν’ αντιμετωπίσει τους ιούς (ανάμεσα τους και δυνητικά τους καρκινογόνους) ή την καταστροφή νεοσχηματισμένων καρκινικών κυττάρων, που μπορεί να προκαλέσουν μια σοβαρή ασθένεια.
Ασθενείς με AIDS έχουν περισσότερες πιθανότητες ν’ αναπτύξουν σάρκωμα Kaposi, καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και λεμφώματα non-Hodgkin, ειδικά όσα εντοπίζονται στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ). Άλλοι τύποι κακοηθειών που μπορεί να εμφανιστούν σε αυτούς τους ασθενείς είναι οι καρκίνοι ορθού, στόματος και φάρυγγα, πνεύμονα, ήπατος και του πνεύμονα. Η σωστή χρήση αντιρετροϊκής αγωγής εμποδίζει την καταστροφή του ανοσοποιητικού συστήματος, συμβάλλοντας στη μείωση του κινδύνου να εμφανιστούν κάποιοι από αυτούς τους καρκίνους.