Έχουν περάσει χρόνια, κι όμως υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι είσαι ακόμη δίπλα μου. Θυμάμαι τα πρωινά που σε συνόδευα στο σχολείο, πως τα μικρά δαχτυλάκια σου με κρατούσαν με αποφασιστικότητα και έδινες την εντύπωση ότι με οδηγούσες εσύ. Με αργά βήματα, σιγά σιγά, φτάναμε πάντα την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι. Και μετά, κάθε μεσημέρι, σε περίμενα έξω από την πόρτα του προαυλίου για να κάνουμε την ίδια διαδρομή, μόνο που έβγαινες πάντα τελευταίος. Κατάλαβα ότι όλη αυτή η διαδικασία γινόταν για να αποφύγεις τους συμμαθητές σου όσο γινόταν περισσότερο.
Με στεναχωρούσε το ότι αισθανόσουν ξένος σ’ ένα περιβάλλον που κάθε παιδί πρέπει να είναι ενεργό μέλος και να συμμετέχει αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Το μόνο που έκανα ήταν να αναπληρώνω το χαμένο παιχνίδι στον χρόνο που μοιραζόμασταν. Κι ας ήμουν κι εγώ μικρή και ήθελα κι εγώ να τρέξω, να κυλιστώ σε λάσπη, να παίξω με το νερό και τη βροχή. Από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε σε επαφή και συνειδητοποιώντας την κατάστασή σου, κατάλαβα ότι αν ήθελα να είμαστε μαζί, θα έπρεπε να προσαρμοστώ, να υποτάξω επιθυμίες και λαχτάρες και να συμβαδίσω με τον ρυθμό σου.
Σε θυμάμαι να γλείφεις το παγωτό και να μου δίνεις κι εμένα μια δαγκωνιά έστω κι αν απαγορευόταν και το ξέραμε και οι δυο. Η χαρά όμως της μοιρασιάς ήταν μεγαλύτερη του πιθανού κινδύνου. Σε θυμάμαι να γελάς με όλα αυτά τα σωληνάκια στο σώμα σου, όταν εγώ είχα μπερδευτεί σε αυτά και δεν ήξερα πως να ξεφύγω. Σε θυμάμαι να μου χαμογελάς και να μου διαβάζεις παραμύθια για να κοιμηθώ και κοιμόσουν εσύ εξαντλημένος κι εγώ σταθερή φρουρός στον ύπνο σου και στα όνειρά σου.
Παιχνίδια που δεν παίξαμε, ταξίδια που δεν κάναμε, όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, έτσι ζήσαμε τη ζωή που μοιραστήκαμε. Δεν μπορούσες έστω κι αν ήθελες και εγώ δεν ήθελα έστω κι αν μπορούσα, να ζήσουμε κάποια πράγματα μαζί. Όμως ό,τι ζήσαμε το καθόρισε η ένταση, ο πόνος και μια ικανοποίηση, ότι έστω στιγμιαία, κάνοντας κάποια πράγματα, νικούσαμε το ανίκητο, το τελειωτικό, τον θάνατο. Το γέλιο μας ήταν πιο δυνατό από όλων των άλλων επειδή ήταν πιο σύντομο, η χαρά μας πιο ολοκληρωτική απ’ ότι μοιράζονταν οι περισσότεροι επειδή κρατούσε λίγο. Και μια αγωνία, ένα άγχος, για το αν θα περάσει ο πόνος, αν θα νικήσουμε την αρρώστια, ένας δρόμος γεμάτος στροφές και ανηφόρες, τον οποίο τον ανεβήκαμε μαζί αλλά δυστυχώς δεν τον κατεβήκαμε, τον κατέβηκα μόνη μου.
Χαίρομαι που απάλυνα τον πόνο σου κάποιες στιγμές, που ονειρεύτηκες εξαιτίας μου ταξίδια μακρινά και χαίρομαι που ζεις στις αναμνήσεις μου. Κλείνω τα μάτια μου και σε βλέπω, σ’ ακούω να γελάς και γελάω. Θέλω να σε θυμάμαι όπως ακριβώς δεν έζησες, σαν ξέγνοιαστο παιδί. Και μετά έρχεται η αληθινή σου εικόνα και σε νοσταλγώ περισσότερο επειδή αυτή την εικόνα αγάπησα και με αυτήν έζησα.
Δεν γράφω, ούτε καν μιλάω, μόνο κουνάω την ουρά μου όταν χαίρομαι και κατεβάζω τα αυτιά μου όταν με μαλώνουν, αλλά πιστεύω ότι αισθάνομαι το ίδιο που αισθάνεται ο καθένας που βρέθηκε στη θέση μου, να κρατήσει παρέα σ’ έναν δικό του που πεθαίνει. Ενοχή που δεν κατάφερε να τον κρατήσει περισσότερο στη ζωή, τύψεις που δεν του πρόσφερε περισσότερα για όσο διάστημα έζησε, απόγνωση και ταυτόχρονα ανακούφιση που ήρθε το τέλος μετά από τόσες επίπονες, επίμονες και ατέρμονες θεραπείες. Και μια θλίψη που τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο, έστω και αν ήταν κουραστικό και κοπιαστικό αρκετές φορές.
Θα συνεχίσω να τρώω, να κοιμάμαι, να παίζω, να χαίρομαι αλλά μ’ εσένα πάντα στην καρδιά μου. Η αγάπη μας καθορίζει και μας ορίζει επειδή είναι το συναίσθημα που περικλείει όλα τα άλλα, εμπιστοσύνη, σεβασμό, πάθος, ασφάλεια ακόμη και μίσος. Με την ευχή να ξαναβρεθούμε, όχι σε μια άλλη ζωή, αλλά πιθανά στην αστρική σκόνη, ως κουάρκ που αιώνια θα ταξιδεύουν στα ταξίδια που δεν κάναμε.