Τις τελευταίες δεκαετίες, η αύξηση του προσδόκιμου της ζωής, αύξησε σε σημαντικό βαθμό και τον αριθμό των ηλικιωμένων, σε σχέση με το παρελθόν. Στις αρχές του 20ου αιώνα η μεγάλη απειλή ήταν οι μολυσματικές ασθένειες, που έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή παιδιών και των ανθρώπων. Το προσδόκιμο όριο ζωής στις αναπτυγμένες χώρες , από τα 50 χρόνια το 1900, αγγίζει πλέον τα 80 χρόνια για τις γυναίκες και τα 79 για τους άνδρες (WHO 2011).
Τα παραπάνω δεδομένα οδήγησαν στην καθιέρωση της τέταρτης ηλικίας (oldest old), η οποία μάλιστα θεωρείται το πιο ταχέως αυξανόμενο γκρουπ. Περιλαμβάνει τα υπερήλικα άτομα άνω των 85 ετών που συνήθως είναι ευαίσθητα και παρουσιάζουν σοβαρή σωματική και ψυχική εξασθένιση. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται βοήθεια σε βασικές λειτουργίες τις καθημερινότητας, καθώς ζουν συνήθως περιορισμένα στο σπίτι ή σε γηροκομεία.
Αν και ο αριθμός των ηλικιωμένων αυξάνεται ραγδαία και έχουν επισυμβεί σημαντικές αλλαγές στον παγκόσμιο πληθυσμό, τις οποίες έχει επιφέρει η τέταρτη ηλικία, σχετικά λίγα είναι γνωστά για την επίπτωση του καρκίνου σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα.
Η γνώση σχετικά με τις κατάλληλες θεραπείες και τις περίπλοκες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης των ηλικιωμένων ασθενών με καρκίνο είναι περιορισμένες και συχνά περιπλέκεται από συννοσηρότητες, τη γνωστική και σωματική αδυναμία και τη κοινωνική απομόνωση. Ανάμεσα στους υπερήλικες, η πιθανότητα να αναπτύξει κάποιος για πρώτη φορά κακοήθεια είναι 16.4% για τους άνδρες και 12.8% για τις γυναίκες. Η τάση είναι αυξανόμενη όσο περνά η ηλικία, αντανακλώντας την χρόνια έκθεση σε παράγοντες καρκινογένεσης (κάπνισμα, παχυσαρκία, αλκοόλ) και αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Ο καρκίνος είναι η δεύτερη αιτία θανάτου στην τέταρτη ηλικία, μετά τα καρδιαγγειακά προβλήματα: αποτελεί το 17% των συνολικών θανάτων από καρκίνο. Οι πιο συχνοί τύποι καρκίνου στους υπερήλικες άνδρες είναι του πνεύμονα, του προστάτη και της ουροδόχου κύστεως. Στις γυναίκες επικρατεί ο καρκίνος του μαστού, του παχέος εντέρου και του πνεύμονα. Στους άνδρες άνω των 85 ετών ο καρκίνος του προστάτη και του πνεύμονα θεωρούνται οι πιο θανατηφόροι ενώ στις γυναίκες ο καρκίνος του πνεύμονα και του μαστού. Και στα δύο φύλα, τρίτος σε σειρά είναι ο καρκίνος του παχέος εντέρου.
Ο συστηματικός προσυμπτωματικός έλεγχος για καρκίνο γενικά δεν συνιστάται για άτομα ηλικίας 85 ετών και άνω λόγω του μειωμένου προσδόκιμου ζωής, των πολλών συννοσηροτήτων και κυρίως λόγω των περιορισμένων ενδείξεων για κάποιο όφελος επιβίωσης. Όμως, επειδή αυτός ο πληθυσμός δεν έχει συμπεριληφθεί σε κλινικές δοκιμές αξιολόγησης του προσυμπτωματικού ελέγχου, η απόφαση για τον τακτικό έλεγχο πρέπει να εξατομικεύεται σε κάθε ασθενή. Για τους περισσότερους σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα, το μικρό πιθανό όφελος της παράτασης της ζωής είναι πιθανό να αντισταθμιστεί από πιθανές επιπλοκές κατά τον έλεγχο, οι οποίες είναι πιο συχνές με την αύξηση της ηλικίας. Οι επιπλοκές αυτές αφορούν επεμβατικές πράξεις (π.χ. βιοψίες), συναισθηματικό στρες, αντιδράσεις από μη αναγκαία θεραπεία όγκων (overtreatment) και φυσικά την υπερβολική οικονομική και χρονική επιβάρυνση για τους ηλικιωμένους ασθενείς και τα μέλη της οικογένειάς τους. Παρόλα αυτά, έχει παρατηρηθεί πως τα άτομα αυτής της ηλικιακής ομάδας υποβάλλονται σε προσυμπτωματικό έλεγχο συχνότερα απ’ ό,τι θα ανέμενε κανείς, ακόμα και αν το προσδόκιμο επιβίωσής τους είναι πολύ μικρό.
Αν και η ηλικία αυτή καθεαυτή δεν αποτελεί αντένδειξη για χειρουργική επέμβαση, οι υπερήλικες (>85 ετών) με καρκίνο είναι λιγότερο πιθανό να υποβληθούν σε χειρουργική θεραπεία σε σχέση με τους νεότερους (65-84 ετών). Για παράδειγμα στον καρκίνο του μαστού, το 89% των καρκινοπαθών ηλικίας 65- 84 ετών υποβάλλεται σε χειρουργική επέμβαση σε σύγκριση με μόλις το 65% των καρκινοπαθών ηλικίας άνω των 85 ετών. Ακόμα, οι ηλικιωμένοι ασθενείς με καρκίνο δεν είναι μόνο λιγότερο πιθανό να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση, αλλά συνήθως λαμβάνουν λιγότερη ή και καθόλου επικουρική θεραπευτική αγωγή. Αυτό οφείλεται αφενός στο ότι πολλές αντικαρκινικές θεραπείες δεν είναι κατάλληλες για ορισμένους ηλικιωμένους ασθενείς και αφετέρου στο ότι το όφελος της παράτασης της επιβίωσης, δεν υπερτερεί της πιθανότητας δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία και στην ποιότητα ζωής. Για παράδειγμα, το 47% των καρκινοπαθών άνω των 85 ετών έχουν σοβαρές συννοσηρότητες που δεν τους επιτρέπουν να λάβουν τα κατάλληλα θεραπευτικά πρωτόκολλα.
Η ταχεία αύξηση της ηλικιακής ομάδας των άνω των 85 ετών αυξάνει και τη ζήτηση της θεραπείας του καρκίνου, η οποία σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα των συννοσηρότητων και της φροντίδας του ασθενούς, έχει σημαντικό αντίκτυπο στην κατανομή των χρηματικών πόρων για την ιατρική περίθαλψη. Είναι, συμπερασματικά, επείγουσα η ανάγκη να αναπτυχθεί μια πιο τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη καθοδήγηση της θεραπείας για τους καρκινοπαθείς ασθενείς της τέταρτης ηλικίας.