Αν και το πρωτοπαθές λέμφωμα στομάχου είναι σχετικά σπάνιο (συνήθως αφορά στα κύτταρα του λεμφικού συστήματος), ωστόσο όταν εντοπίζεται στο στομάχι, εξορμά από τον βλεννογόνιο ή τον υποβλεννογόνιο χιτώνα, ειδικότερα από τον αποκαλούμενο λεμφοειδικό ιστό του βλεννογόνου (MALT), ο οποίος συνήθως υπερτρέφεται μετά κάποιο χρόνιο λοιμώδη ερεθισμό του στομάχου.

Είναι ο δεύτερος σε συχνότητα καρκίνος στομάχου μετά το αδενοκαρκίνωμα.  Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνισή του αποτελούν η ηλικία (συνήθως άνω των 50), το φύλο (σε τριπλάσιο ποσοστό συχνότερος στους άνδρες) αλλά και η  χρόνια λοίμωξη με το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, η οποία αυξάνει κατά έξι φορές τον κίνδυνο ανάπτυξης γαστρικού λεμφώματος.  Στην ανάπτυξη του λεμφώματος φαίνεται πως παίζουν ρόλο και άλλες χρόνιες λοιμώξεις (ιοί HIV ή HCV), αυτοάνοσες διαταραχές του θυρεοειδούς ή των σιελογόνων αδένων και η νόσος Κοιλιοκάκη.

Τα αρχικά συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο στην κοιλιά και αίσθημα κορεσμού ακόμα και με μικρή ποσότητα τροφής. Είναι συμπτώματα που καθυστερούν συνήθως τη διάγνωση γιατί εμφανίζονται και σε άλλες ασθένειες. Στα ύποπτα συμπτώματα περιλαμβάνονται ακόμη: απώλεια βάρους, ανορεξία, ναυτία, έμετοι, και πιο σπάνια νυχτερινός ιδρώτας, αδυναμία, ίκτερος, πυρετός και δυσφαγία.

 Οι αιματολογικές εξετάσεις δεν είναι διαγνωστικές. Η διάγνωση μπορεί να γίνει με:

Ενδοσκόπηση ανώτερου πεπτικού με λήψη βιοψιών.

Αξονική τομογραφία κοιλίας, που μπορεί να αναδείξει την πάχυνση του τοιχώματος του στομάχου ή την ύπαρξη μάζας

Ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα, που αναδεικνύει την έκταση της νόσου: έχει μεγάλη ακρίβεια (95%) στη διάγνωσή του λεμφώματος και στην ανεύρεση διογκωμένων περιοχικών λεμφαδένων.

Μετά τη διάγνωση του λεμφώματος του στομάχου, η σταδιοποίηση βοηθά στο σχεδιασμό της θεραπείας και περιλαμβάνει: αξονική τομογραφία θώρακος, κοιλίας και πυέλου, ενδοσκοπικό υπέρηχο, εξετάσεις μυελού των οστών (για τον έλεγχο της συμμετοχής του στην νόσο ή μη) αλλά και λαρυγγοσκόπηση για τον έλεγχο της συμμετοχής στην νόσο του δακτυλίου του Waldayer.

Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας εξαρτάται από το στάδιο της νόσου και το βαθμό κακοήθειάς της (υψηλή, μέση ή χαμηλή κακοήθεια). Η ακτινοθεραπεία είναι αρκετά αποτελεσματική και ασφαλής και χρησιμοποιείται στην περίπτωση που αποτύχει η θεραπεία εκρίζωσης του H.pylori ή όταν το λέμφωμα δεν συνδέεται με την ύπαρξη H.pylori. Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται σε πιο προχωρημένη νόσο. Η χειρουργική επέμβαση ενδείκνυται για τη θεραπεία της μη προχωρημένης νόσου, οπότε ο ασθενής υποβάλλεται σε ολική γαστρεκτομή.

 

Δρ. Δέσποινα Κατσώχη - aktinotherapeia.gr

Δρ. Δέσποινα Κατσώχη - aktinotherapeia.gr

Η Δρ. Δέσποινα Κατσώχη είναι ογκολόγος – ακτινοθεραπευτής, εξειδικευμένη στις νεότερες τεχνικές της ακτινοθεραπευτικής ογκολογίας και στους συνδυασμούς των θεραπευτικών ογκολογικών σχημάτων. Ακτινοθεραπεία - aktinotherapeia.gr