Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται στενά μετά το πέρας της θεραπείας για ενδείξεις υποτροπής της νόσου, αν και η συχνότητα των επισκέψεων μειώνεται με την παράλληλη μείωση του κινδύνου για υποτροπή της νόσου με την πάροδο του χρόνου.
Η κλασσική μεταθεραπευτική παρακολούθηση γίνεται ανά 3 μήνες κατά τα πρώτα 2 έτη, ανά 6 μήνες τα επόμενα 4 έτη και μετά ετησίως. Γενικός κανόνας είναι ότι οι εξετάσεις οι οποίες αρχικά διέγνωσαν παθολογικά ευρήματα (πχ ακτινογραφίες, αξονική τομογραφία ή PET scan) πρέπει να επαναλαμβάνονται στο πέρας των θεραπειών, ώστε να στοιχειοθετείται η ανταπόκριση της νόσου.
Η λεπτομερής λήψη ιστορικού και η κλινική εξέταση αποτελούν τον κύριο άξονα της μεταθεραπευτικής παρακολούθησης και οδηγούν στην έγκαιρη διάγνωση των δύο τρίτων των υποτροπών. Η ακτινογραφία θώρακος είναι η δεύτερη πιο χρήσιμη εξέταση όπου ανακαλύπτονται μια στις τέσσερις περιπτώσεις υποτροπών. Η ανάπτυξη της ποζιτρονιακής τομογραφίας (FDG-PET) διευκόλυνε τη μεταθεραπευτική παρακολούθηση και διαφοροδιάγνωση των ασθενών, με αλλοιώσεις στο μεσοθωράκιο, όπου η υπολειπόμενη μεταβολική δραστηριότητα αποτελεί σοβαρό λόγο ανησυχίας και περαιτέρω ελέγχου.
Σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ακτινοθεραπεία στην τραχηλική χώρα πρέπει κάθε χρόνο να ελέγχονται τα επίπεδα της Τ4 και TSH για τυχόν ανάπτυξη υποκλινικού υποθυρεοειδισμού.