Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας οφείλεται στον παθολογικό και ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των κυττάρων που επενδύουν τον τράχηλο της μήτρας, τα οποία δεν πεθαίνουν στον συνήθη χρόνο που αποπίπτουν τα φυσιολογικά κύτταρα, αλλά συσσωρεύονται και δημιουργούν όγκο ή εξαπλώνονται και δίνουν μεταστάσεις.
Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι ετησίως διαγιγνώσκονται 600 περίπου νέα περιστατικά καρκίνου τραχήλου μήτρας, με μέση ηλικία των ασθενών περίπου στα 52 έτη.
Η μόλυνση από ιούς των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) αποτελεί απαραίτητο αιτιολογικό παράγοντα για την ανάπτυξη διηθητικού καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Οι πολλαπλοί ερωτικοί σύντροφοι και η έναρξη σεξουαλικών επαφών σε νεαρή ηλικία αποτελούν ενοχοποιητικούς παράγοντες. Άλλοι παράγοντες οι οποίοι συμβάλουν στη μετάλλαξη των μολυσμένων από HPV κυττάρων είναι το κάπνισμα, η μακροχρόνια χρήση αντισυλληπτικών, η καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος, και η φτωχή σε φυλλικό οξύ, βιταμίνη C και καροτένιο δίαιτα.
Το 70 – 80% των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων χαμηλού βαθμού θα υποστραφεί αυτόματα χωρίς θεραπεία, κυρίως σε νέες γυναίκες. Μόνο το 10 – 20% των χαμηλόβαθμων αλλοιώσεων θα εξελιχθεί τελικά σε υψηλόβαθμες ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις, με ποσοστό εξέλιξης 12 – 70% σε διηθητικό καρκίνο περίπου σε μία δεκαετία. Η δημοφιλέστερη μέθοδος αντιμετώπισης αυτών των βλαβών είναι η κωνοειδής εκτομή.
Η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, με το τεστ Παπανικολάου. Όλες οι γυναίκες, με την έναρξη των ερωτικών τους επαφών, πρέπει να κάνουν κάθε χρόνο Pap-test, εξέταση χαμηλού κόστους η οποία εντοπίζει – αν υπάρχουν- καρκινικά κύτταρα. Αν διαγνωστεί δυσπλασία ή προκαρκινική αλλοίωση, η γυναίκα έχει την δυνατότητα να επέμβει πρόωρα και αποτελεσματικά καθώς η εξέλιξή τους σε διηθητικό καρκίνο απαιτεί χρόνια.
Νέες μέθοδοι κυτταρολογικής διάγνωσης (κυτταρολογία υγρής φάσης, αυτοματοποιημένη κυτταρολογία, ανίχνευση του ιού με μεθόδους μοριακής βιολογίας) επιχειρούν να βελτιώσουν τη διαγνωστική αξιοπιστία του Test. Ελπιδοφόρα είναι και τα προγράμματα εμβολιασμού, σε αγόρια και κορίτσια 7 – 15 ετών και γυναίκες 16 – 26 ετών. Αν και το εμβόλιο προσφέρει στοχευμένη πρόληψη ωστόσο καθοριστική είναι η «υγιής» σεξουαλική συμπεριφορά με τη χρήση προφυλακτικού και ο τακτικός προληπτικός γυναικολογικός έλεγχος, καθώς τα πρώιμα στάδια της νόσου δεν εμφανίζουν καθόλου συμπτώματα.