Οι στοχευμένες θεραπείες, οι ανοσοθεραπείες και οι γενετικά τροποποιημένοι ογκολυτικοί ιοί είναι οι τρεις πολλά υποσχόμενοι τομείς στη θεραπεία του γλοιοβλαστώματος.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, κάποιοι υπότυποι του γλοιοβλαστώματος ανταποκρίνονται θετικά στη στοχευμένη μοριακή θεραπεία. Σ’ αυτήν τη νέα θεραπευτική προσέγγιση χρησιμοποιούνται γενετικά τροποποιημένοι ογκολυτικοί ιοί, οι οποίοι είτε καταστρέφουν άμεσα τα καρκινικά κύτταρα είτε τα καθιστούν ευαίσθητα σε χημειοθεραπευτικά φάρμακα. Για βέλτιστα αποτελέσματα, οι ογκολυτικοί ιοί που προκαλούν ανοσιακή απόκριση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με ανοσοθεραπείες.
Η ετερογένεια των κυττάρων
Μία από τις δυσκολίες των στοχευμένων θεραπειών στο γλοιοβλάστωμα είναι η τεράστια ετερογένεια των κυττάρων του όγκου. Οι μοριακοί σηματοδότες διαφέρουν σε επίπεδο κυττάρου, ακόμη και σε γειτονικές περιοχές μέσα στο ίδιο ογκίδιο. Η ετερογένεια των χαρακτηριστικών του καρκινικού κυττάρου μπορεί να εμφανισθεί με την πάροδο του χρόνου, αναχαιτίζοντας την αποτελεσματικότητα της στοχευμένης θεραπείας. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν πως συγκεκριμένοι τύποι κακοηθειών ανταποκρίνονται θετικά στη στοχευμένη θεραπεία, όπως για παράδειγμα οι όγκοι με μετάλλαξη στο γονίδιο BRAF (V600E). Η συγκεκριμένη ογκογόνος μετάλλαξη, η οποία εντοπίστηκε αρχικά στο μελάνωμα, ανταποκρίθηκε εξ’ αρχής στη στοχευμένη θεραπεία. Αν και στα γλοιώματα εμφανίζεται πιο σπάνια έχει ανταποκριθεί θετικά στις συνδυαστικές αντινεοπλασματικές θεραπείες όπως με τους αναστολείς των πρωτεϊνικών κινασών (π.χ τοdabrafenib και το trametinib).
Σε μια άλλη υποομάδα γλοιώματος, στην οποία εντοπίζονται αλλαγές της πρωτεΐνης TRK, υπάρχουν ορισμένοι αναστολείς των υποδοχέων NTRK με ικανοποιητικά αποτελέσματα, όπως και στα γλοιώματα με μεταλλάξεις H3 K27M. Πρόσφατα ξεκίνησε η δοκιμή ενός φαρμάκου που ονομάζεται ONC201 και είναι ένας αναστολέας του υποδοχέα της ντοπαμίνης. Φαίνεται να έχει κάποια μορφή δράσης κυρίως σε όγκους grade IV οι οποίοι ανταποκρίνονται ελάχιστα στις τυπικές θεραπείες. Προς το παρόν, εκτιμάται ότι οι στοχευμένες θεραπείες έχουν κάποιο ρόλο σε σχετικά μικρά υποσύνολα κακοηθειών του εγκεφάλου.
Η ανοσοθεραπεία εξακολουθεί να μελετάται, αν και τα αρχικά ευρήματα δείχνουν ότι δεν είναι εξίσου αποτελεσματική και σε εγκεφαλικές κακοήθειες. Ένα από τα προβλήματα με αυτούς τους όγκους είναι ότι έχουν μικρό αριθμό Τ λεμφοκυττάρων και μεγάλο ανοσοκατασταλτικό μικροπεριβάλλον μακροφάγων και μικρογλοιακών κυττάρων.
Οι τρέχουσες δοκιμές στο γλοιοβλάστωμα αφορούν είτε συνδυασμό εμβολίων ή ογκολυτικών ιών για την αναστολή μονοπατιών ανάπτυξης των κυττάρων είτε απευθείας τους διαφορετικούς αναστολείς υποδοχέων πάνω στα καρκινικά κύτταρα. Η κατανόηση των βιολογικών μηχανισμών θα συμβάλει στην ανακάλυψη νέων αποτελεσματικότερων θεραπειών.
Η συμβολή της ακτινοχειρουργικής
Η τεχνολογία και η τεχνογνωσία στον τομέα της ακτινοθεραπείας έχει βελτιωθεί σημαντικά, αυξάνοντας την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα και μηδενίζοντας τις παρενέργειες, ειδικά σε εγκεφαλικές μεταστάσεις. Η ακτινοχειρουργική αντί της ολοκρανιακής ακτινοβολίας, στόχο έχει να μειώσει την πιθανή τοξικότητα από την ακτινοβολία. Σε πρόσφατες έρευνες όπου ο ιππόκαμπος δέχθηκε μικρότερη δόση ακτινοβολίας – με στόχο την μικρότερη έκπτωση της γνωστικής λειτουργίας- φάνηκε πως οι μεταστάσεις του εγκεφάλου αντιμετωπίσθηκαν το ίδιο αποτελεσματικά. Για τα γλοιώματα, οι εξελίξεις των ακτινοθεραπειών είναι λιγότερο σαφείς. Σε νεαρούς ενήλικες με γλοιώματα χαμηλής διαφοροποίησης, υπήρξαν ερευνητικά πρωτόκολλα για χρήση ακτινοθεραπείας πρωτονίων στην προσπάθεια μείωσης της ακτινοβόλησης του υπόλοιπου εγκεφάλου. Ωστόσο, μένει ν’ αποδειχθεί αν η συγκεκριμένη επιλογή βελτιώνει σημαντικά τα μακροπρόθεσμα γνωστικά αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, τα νέα δεδομένα στην αντιμετώπιση του γλοιοβλαστώματος είναι πολλά υποσχόμενα. Η επιστημονική κοινότητα θα εξακολουθήσει να παρακολουθεί την ετερογένεια των όγκων, των μονοπατιών σηματοδότησης και ενεργοποίησης-απενεργοποίησης της ανάπτυξης των καρκινικών κυττάρων. Σημαντικό «εμπόδιο» παραμένει ο αιματοεγκεφαλικός φραγμός, ο οποίος αποκλείει πάνω από το 90% των συστηματικών φαρμάκων, τα οποία δυνητικά διατίθενται για τη θεραπεία όγκων του εγκεφάλου. Να σημειωθεί ότι η έλλειψη Τ- λεμφοκυττάρων σε αυτούς τους όγκους και το ανοσοκατασταλτικό μικροπεριβάλλον των κυττάρων, καθιστούν λιγότερο αποτελεσματικές τις ανοσοθεραπείες σε σύγκριση με άλλους καρκίνους.