Τα γονιδιακά τεστ αποτελούν τη νέα ελπιδοφόρα μέθοδο στην προσπάθεια των επιστημόνων να προβλέψουν πόσο γρήγορα μπορεί να αναπτυχθεί και να εξαπλωθεί ο καρκίνος του προστάτη.
Η συγκεκριμένη μέθοδος μελετά τον τρόπο συμπεριφοράς συγκεκριμένων γονιδίων, δίνοντας πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν την επιστημονική ομάδα φροντίδας του καρκινοπαθούς να λάβει αποφάσεις αναφορικά με το πλάνο της θεραπείας, με το αν θα επιλεγεί η ενεργητική παρακολούθηση για ασθενείς με καρκίνο του προστάτη χαμηλού κινδύνου ή ποια είναι η ενδεδειγμένη επικουρική θεραπεία για έναν ασθενή μετά από χειρουργική επέμβαση. Ανάμεσα στα διαθέσιμα γονιδιακά τεστ είναι τα: Decipher, Oncotype DX, ProstaVysion και το Prolaris Test.
Μεταστατικός καρκίνος, ανθεκτικός στην ορμονοθεραπεία
Το Εθνικό Γενικό Αντικαρκινικό Δίκτυο των ΗΠΑ (NCCN) συμπεριέλαβε στις κατευθυντήριες οδηγίες του, λεπτομέρειες σχετικά με τον γονιδιακό έλεγχο στον καρκίνο του προστάτη. Ειδικότερα, συνιστά σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του προστάτη ανθεκτικό στην ορμονοθεραπεία, να υποβάλλονται σε έλεγχο για κληρονομούμενες γονιδιακές μεταλλάξεις και για συγκεκριμένες μεταλλάξεις των καρκινικών κυττάρων, οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην άμεση θεραπεία τους.
Αναφορικά με την αντιμετώπιση του προχωρημένου καρκίνου του προστάτη, οι θεραπευτικές επιλογές που διερευνώνται, περιλαμβάνουν στοχευμένα φάρμακα, χημειοθεραπεία, θεραπεία καταστολής τεστοστερόνης και ανοσοθεραπεία.
Οι ερευνητές δοκιμάζουν για τον καρκίνο του προστάτη και μια κατηγορία φαρμάκων, που ονομάζονται αναστολείς PARP, τα οποία δρουν σε γονίδια που επιδιορθώνουν το DNA στα καρκινικά κύτταρα, καθιστώντας δύσκολο τον πολλαπλασιασμό τους. Στη μελέτη TOPARP, ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του προστάτη ανθεκτικό στην ορμονοθεραπεία, υποβλήθηκαν σε θεραπεία με olaparib, το οποίο έδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα σε όσους είχαν μεταλλάξεις στα γονίδια επιδιόρθωσης του DNA.
Βιοδείκτες του αίματος
Υπό συνεχή έρευνα βρίσκονται και διάφοροι βιοδείκτες του αίματος, οι οποίοι μπορούν να συμβάλλουν στο να προσδιοριστεί η καταλληλόλητα μιας θεραπείας, με την αξιολόγηση της ανταπόκρισης του οργανισμού στη θεραπεία. Αυτό, μπορεί να καταστεί εφικτό με εξετάσεις αίματος που μετρούν τα κυκλοφορούντα καρκινικά κύτταρα (CTCs), δηλαδή κύτταρα που έχουν αποσπαστεί από τον όγκο και κυκλοφορούν στο σώμα.