Ανάλογα με την ανατομική περιοχή που εσωκλείονταν στα ακτινοθεραπευτικά πεδία, οι οξείες παρενέργειες της ακτινοθεραπείας, μπορεί να είναι τριχόπτωση κατά την ινιακή χώρα, ήπια δερματική αντίδραση, ερεθισμένος λαιμός, διαταραγμένη αίσθηση της γεύσης, δυσφαγία, συμπτώματα παλινδρόμησης, μη παραγωγικός βήχας, ναυτία, έμετοι, διάρροια, αιματολογική τοξικότητα. Οι περισσότερες από τις συγκεκριμένες παρενέργειες είναι παροδικές και μπορούν να αντιμετωπιστούν συμπτωματικά.

Επιπλοκές που μπορούν να προκύψουν κατά τα πρώιμα στάδια της μεταθεραπευτικής παρακολούθησης, είναι ήπια ακτινική πνευμονίτιδα, ακτινική περικαρδίτιδα, υποθυρεοειδισμός, έρπης ζωστήρας, σύνδρομο του Lhermitte και ξηροστομία. Ακτινική πνευμονίτιδα μπορεί να αναπτυχθεί 6-12 εβδομάδες μετά το πέρας της ακτινοθεραπείας τύπου μανδύα.

Το ποσοστό των εν λόγω ασθενών που ανέπτυξαν συμπτωματική πνευμονίτιδα ήταν μικρότερο του 5% και εκδηλώθηκε με βήχα, πλευριτικό πόνο και διήθημα στην ακτινογραφία θώρακος, το οποίο συνήθως διαμορφώνεται σύμφωνα με τα πεδία ακτινοθεραπείας.

Η συμπτωματική αντιμετώπιση είναι επαρκής τις περισσότερες φορές, αν και μικρό ποσοστό ασθενών μπορεί να χρειαστεί να υποβληθεί σε θεραπεία με κορτικοστεροειδή, αρχίζοντας με την ημερήσια δόση των 40-60 mg πρεδνισολόνης ή άλλου ισοδύναμου κορτικοστεροειδούς. Η έναρξη κορτικοθεραπείας σημαίνει τουλάχιστον αγωγή 4-6 εβδομάδες με σταδιακή προσεκτική μείωση της κορτιζόνης προς αποφυγή έξαρσης των συμπτωμάτων.

Η πιθανότητα ανάπτυξης πνευμονίτιδος είναι ανάλογη με τον όγκο του πνεύμονα που έχει ακτινοβοληθεί, τη συνολική δόση και το μέγεθος των ημερησίων κλασμάτων. Σε πρόσφατη μελέτη της RTOG αποδείχθηκε υψηλότερος κίνδυνος ανάπτυξης πνευμονίτιδας βαθμού 2, όταν ο μέσος όγκος πνεύμονα λαμβάνει πάνω από 14Gy ή το V20 ξεπερνάει το 35%.

H πιθανότητα ανάπτυξης μετακτινικών παρενεργειών στον πνεύμονα αυξάνει με τη χρήση βλεομυκίνης.

Η ανάπτυξη μετακτινικής περικαρδίτιδας αποτελεί κίνδυνο σε περίπτωση που ακτινοβοληθεί όλη η καρδιά, σενάριο μάλλον απίθανο με τα σύγχρονα θεραπευτικά πρωτόκολλα. Εκδηλώνεται ως οξύ πυρετικό σύνδρομο με πόνο στο στήθος, περικαρδιακό τριγμό, περικαρδιακή συλλογή, που διαγιγνώσκεται στην ακτινογραφία θώρακος ή στον υπέρηχο, συσφιγκτική περικαρδίτιδα ή επιπωματισμό.

Η μετακτινική περικαρδίτιδα, όπως και η πνευμονίτιδα, συνήθως αντιμετωπίζεται με συντηρητική αγωγή με αναλγητικά και μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και υποχωρεί μέσα σε λίγες εβδομάδες. Είναι σημαντικό να γίνει έγκαιρα η διαφοροδιάγνωση μεταξύ των συνδρόμων αυτών και της υποτροπής του λεμφώματος.

Υποκλινικός υποθυρεοειδισμός αναπτύσσεται τουλάχιστον σε ένα στους δυο ασθενείς που πάσχουν από νόσο Hodgkin, συχνά ως όψιμη παρενέργεια. Ανιχνεύεται με αύξηση της TSH, ακόμα και με φυσιολογική Τ4. Συνιστάται θεραπεία L-θυροξίνης με αρχική δόση 0,1 mg/ημέρα. Οι τιμές της Τ4 και της TSH πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά για αναπροσαρμογή της δόσης της θυροξίνης.

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ή και μερικά χρόνια μετά τη λήξη της για νόσο Hodgkin, μπορεί να εμφανιστεί έρπης ζωστήρας σε ποσοστό 10-15% των ασθενών. Η εμφάνιση του περιορίζεται σε ένα ή δύο συνεχόμενα δερματοτόμια. Εάν ο έρπης ζωστήρας διαγνωστεί εντός 72 ωρών από την εμφάνιση του δερματικού εξανθήματος, χορηγείται αντι-ιικό φάρμακο. Η έναρξη της αγωγής μπορεί να μειώσει σημαντικά τη διάρκεια και την ένταση της λοίμωξης, όπως και την πιθανότητα δερματικής ή σπλαχνικής διασποράς.

Σύνδρομο του Lhermitte εκδηλώνεται περίπου στο 10-15% των ασθενών μετά την ακτινοθεραπεία και περιλαμβάνει σημαντικό μήκος του νωτιαίου μυελού. Προκαλεί παραισθησίες στα άνω και στα κάτω άκρα, στην κάμψη του λαιμού και μπορεί να οφείλεται σε παροδική απομυελίνωση του νωτιαίου μυελού. Εμφανίζεται 1-2 μήνες μετά τη λήξη της ακτινοθεραπείας τύπου μανδύα και συνήθως υποχωρεί αυτόματα σε 2 έως 6 μήνες.

Το σύνδρομο Lhermitte είναι συχνό επακόλουθο στους ασθενείς που έλαβαν πρόσφατα αγωγή με αλκαλοειδή της βίνκα (βινκριστίνη και βινμπλαστίνη) και δεν σχετίζεται με το πιο σοβαρό πρόβλημα της εγκάρσιας μυελίτιδας.
Σημαντική ξηροστομία παρουσιάζεται κατόπιν ακτινοθεραπείας του δακτυλίου του Waldeyer, η οποία όμως σπάνια εφαρμόζεται. Η στοματική υγιεινή έχει καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών, για αυτό συνιστάται συχνή οδοντική προφύλαξη, περιποίηση και φθορίωση.

Ένα επίσης σημαντικό θέμα για τους ασθενείς με νόσο Hodgkin είναι η επίδραση της θεραπείας στην πιθανή τεκνοποίηση. Στους άρρενες η ακτινοθεραπεία στην πύελο μπορεί να προκαλέσει αζωοσπερμία, αν δεν ληφθούν μέτρα για προφύλαξη των όρχεων. Όμως, με κατάλληλη προστασία των όρχεων, η αζωοσπερμία είναι παροδική με σταδιακή επανάκαμψη του σπέρματος σε γόνιμα επίπεδα. Σχήματα χημειοθεραπείας όπως MOPP ή συνδυασμοί παρόμοιοι του ΜΟPP που περιλαμβάνουν αλκυλιούντες παράγοντες και προκαρβαζίνη ή BEACOPP, μπορούν να προκαλέσουν στειρότητα στους περισσότερους άντρες.
Στις γυναίκες ο κίνδυνος μείωσης της γονιμότητας είναι σε άμεση συνάρτηση με την ηλικία. Ακόμα και με πολύ προσεκτικά σχεδιασμένα πεδία και μετατόπιση των ωοθηκών, η δόση της σκεδάζουσας ακτινοβολίας μπορεί να είναι αρκετή για να προκαλέσει διαταραχή της λειτουργίας των ωοθηκών και συμπτώματα εμμηνόπαυσης σε γυναίκες άνω των 30 ετών που υποβάλλονται σε ακτινοθεραπεία στην πύελο.

Η ανάπτυξη δευτερογενών κακοήθων όγκων αποτελεί σοβαρή παρενέργεια της θεραπείας των λεμφωμάτων και περιλαμβάνει την ανάπτυξη λευχαιμίας, λεμφωμάτων και συμπαγών όγκων, για τους οποίους ενοχοποιείται κυρίως η ακτινοθεραπεία. Μελέτη (Horning SJ 2002) με μεταθεραπευτική παρακολούθηση 15ετίας της ομάδας του Stanford έδειξε ότι ο κίνδυνος θανάτου από το λέμφωμα Hodgkin είναι ίσος με τον αντίστοιχο κίνδυνο θανάτου από άλλες αιτίες της τάξεως των 17%.

Ενώ ο κίνδυνος θανάτου από τη νόσο Hodgkin μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, ο κίνδυνος θανάτου από άλλες αιτίες σχετικές με τη προηγηθείσα θεραπεία αυξάνει δραματικά με τη πάροδο του χρόνου. Από τους συμπαγείς όγκους οι συχνότεροι είναι καρκίνος μαστού και καρκίνος του πνεύμονα. Η μελέτη των ασθενών που υποβλήθηκαν σε ακτινοθεραπεία με τη τεχνική του μανδύα από το έτος 1964 μέχρι 1984 στο Massachusetts General Hospital έδειξε ότι σε ασθενείς άνω των 30 ετών ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού είναι 3,7, σε αντίθεση με τις νεώτερες 19-30 ετών, όπου η πιθανότητα είναι 14,2.

Έτσι, οι γυναίκες οφείλουν να αρχίζουν να υποβάλλονται σε έλεγχο με μαστογραφία 5-7 χρόνια μετά το πέρας της ακτινοθεραπείας τύπου μανδύα.
Ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί επίσης πολύ μεγάλο πρόβλημα. Σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε δόσεις ακτινοθεραπείας άνω των 30 Gy, ο σχετικός κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του πνεύμονα είναι μεταξύ 6,8 και 8,5. Το ποσοστό εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα, σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία και συνεχίζουν να καπνίζουν, αυξάνει κατακόρυφα. Γι’ αυτό πρέπει να γίνεται ιδιαίτερη σύσταση σε αυτούς τους ασθενείς να κόψουν το κάπνισμα.

Την εμφάνιση κακοήθων όγκων ακολουθεί η πιθανότητα καρδιοπαθειών. Σημαντική παρενέργεια της ακτινοθεραπείας του μεσοθωρακίου αποτελεί η στεφανιαία νόσος, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με ανθρακυκλίνες. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά, αν και δεν υπάρχουν ακόμα διεθνή πρωτόκολλα για τον τρόπο παρακολούθησης τους.

Δρ. Δέσποινα Κατσώχη - aktinotherapeia.gr

Δρ. Δέσποινα Κατσώχη - aktinotherapeia.gr

Η Δρ. Δέσποινα Κατσώχη είναι ογκολόγος – ακτινοθεραπευτής, εξειδικευμένη στις νεότερες τεχνικές της ακτινοθεραπευτικής ογκολογίας και στους συνδυασμούς των θεραπευτικών ογκολογικών σχημάτων. Ακτινοθεραπεία - aktinotherapeia.gr